επίσταμαι

επίσταμαι
ἐπίσταμαι (AM)
1. γνωρίζω πώς να κάνω κάτι, είμαι ικανός να ενεργήσω («ὅστις ἐπίσταιτο ᾖσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν», Ομ. Ιλ.)
2. είμαι βέβαιος, έχω πεποίθηση («ἐπίστασθαι ὡς βουκόλου τοῡ Ἀστυάγεος εἴη παῑς», Ηρόδ.)
3. γνωρίζω καλά («πολλὰ δ’ ἐπίστατο ἔργα», Ομ. Ιλ.)
4. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) επιστάμενος, -η, -ο (AM ἐπιστάμενος, -η, -ον)
α) νεοελλ. αυτός που γίνεται με γνώση και προσοχή, εξονυχιστικός («επιστάμενος έλεγχος», «επισταμένη έρευνα»)
β) αρχ.-μσν. έμπειρος, πεπειραμένος
αρχ.
γνωρίζω κάποιον («Ἀρίγνωτον γὰρ οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἐπίσταται»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-hίσταμαι, με απώλεια τής δασύτητας και συναίρεση (ή υφαίρεση). Η αρχική σημ. τής λέξεως πρέπει να ήταν «βρίσκομαι μπροστά σε κάτι, αντιπαρατίθεμαι, αντιμετωπίζω κάποιο πράγμα» για πρακτικές κυρίως δραστηριότητες, απ’ όπου «λαμβάνω γνώση τού πράγματος». Στον Όμηρο απαντά με τη σημ. «γνωρίζω πώς (να κάνω κάτι), είμαι ικανός, είμαι έμπειρος σε κάτι», αργότερα απλώς «ξέρω» και, κυρίως, «ξέρω κάτι ως γεγονός», για να καταλήξει στη σημ. «γνωρίζω καλά, είμαι ειδήμων» (βλ. και γιγνώσκω). Το ρ. επίσταμαι, το οποίο λόγω τής ψιλώσεως δεν αποκλείεται να έχει ιωνική προέλευση, διακρίνεται από το ήδη ομηρικό εφίσταμαι «επιβάλλομαι, προΐσταμαι, επιστατώ», τόσο στη μορφή όσο και στη σημασία. Υπετέθη, εξάλλου, η ίδια σημασιολογική εξέλιξη με το επίσταμαι για τα αρχ. άνω γερμ. firstān, αγγλοσαξ. forstandan. Κατ’ άλλους, το ρήμα διασώζει αρχαίο σχηματισμό χωρίς αναδιπλασιασμό (δηλ. επίσταμαι), ενώ σύμφωνα με άλλη υπόθεση πρόκειται για υστερογενή ενεστώτα που προήλθε από τύπους αορ. όπως επι-στάμενος, επι-σταίμην κ.ά. Από το επίσταμαι προήλθαν και τα επιστητός, επιστήμων, επιστήμη με -η- (αντί -α-) αναλογικά προς τα μνή-μη, φή-μη κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίσταμαι — ἐφίστημι set pres ind mp 1st sg (ionic) ἐπίσταμαι know pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστᾶμαι — ἐπιστάζω let fall in drops upon fut ind mid 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίσταμ' — ἐπίσταμαι , ἐφίστημι set pres ind mp 1st sg (ionic) ἐπίσταμαι , ἐπίσταμαι know pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίστῃ — ἐπίσταμαι know pres subj mp 2nd sg ἐπίσταμαι know pres ind mp 2nd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστηθείς — ἐπίσταμαι know aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστηθῆναι — ἐπίσταμαι know aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστηθῇ — ἐπίσταμαι know aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίσταιο — ἐπίσταμαι know pres opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίστεαι — ἐπίσταμαι know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίστησθε — ἐπίσταμαι know pres subj mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”